1 | Προικολήπτης / Dowry receiver | Γαμπρός / Groom | Αγγονάτος | Ιωάννης | ο ποτέ κυρ Νικολός | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) | Χριστιανός ορθόδοξος / Christian orthodox | Όχι | Άρρεν / Male | Απροσδιόριστο / Unknown | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) | Εξώπορτον του Χάνδακα | (μη ορισμένο) | μαραγγός | (μη ορισμένο) |
2 | Προικοδότης / Dowry giver | Νύφη / Bride | Βασάλο | Φανουρία | ο ποτέ κυρ Μανέας | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) | Χριστιανός ορθόδοξος / Christian orthodox | Όχι | Θήλυ / Female | Χήρος-α / Widowed | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) | Εξώπορτον του Χάνδακα | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) |
3 | Άλλος / Other | (μη ορισμένο) | Γαυράς | Ιωάννης | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) | Όχι | Άρρεν / Male | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) | ποτέ/ κυρ | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) | Είναι ο πρώην σύζυγος της νύφης. |
4 | Μάρτυρας / Witness | (μη ορισμένο) | Κορνάρος | Ιάκουμος | ο ποτέ μισέρ Ντζουάνε | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) | Όχι | Άρρεν / Male | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) |
5 | Μάρτυρας / Witness | (μη ορισμένο) | Λούκαρης | Κωνσταντίνος | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) | Χριστιανός ορθόδοξος / Christian orthodox | Ναι | Άρρεν / Male | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) | παπά/ κυρ | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) | ιερέας | (μη ορισμένο) |
6 | Άλλος / Other | Θείοι νύφης / Bride's uncles & aunts | Μπαζήκης | Φραγγιά | ο ποτέ κυρ Μιχαήλ | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) | Χριστιανός ορθόδοξος / Christian orthodox | Όχι | Άρρεν / Male | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) | (μη ορισμένο) | Είναι εγγυητής της συναλαγής και ναλαμβάνει να συμπληρώσει ο,τιδήποτε χριαστεί προκειμένου να συμπληρωθεί η προίκα της νύφης. |